- ἱερό-τευκτος
ἱερό-τευκτος, zu Heiligem erbau't, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱερό-τευκτος, zu Heiligem erbau't, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερότευκτος — ἱερότευκτος, ον (Μ) 1. ο κατασκευασμένος με ιερό τρόπο, ο κατασκευασμένος για ιεροτελεστίες («Ἱερότευκτος οἶκος», Ανδρ. Κρήτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + τευκτος (< τεύχω), πρβλ. μελισσό τευκτος, χρυσό τευκτος] … Dictionary of Greek