ὰμφι-θαλἡς

ὰμφι-θαλἡς

ὰμφι-θαλἡς, ές (ϑάλλω), 1) auf beiden Seiten blühend, von Kindern, deren beide Eltern noch leben, Hom. Il. 22, 496 (ἅπαξ εἰρημ.) Plat. Legg. XI, 927 d; Ar. Av. 1733 Ερως, Schol. ἀμφοτέροις τοῖς γονεῦσι ϑάλλων καὶ μηδενὸς ὠρφανισμένος; Tim. Lex, Pl. ἀμφότεροι οἰκοϑαλεῖς; Luc. Hermot. 57; Plut. Num. 7. – 2) rings umblüht, im Ueberfluß lebend, von Göttern, Ζεύς Aesch. Ch. 388, wo Einige erkl.: auf beiden Seiten Blumen hervorbringend; u. so viell. Ἔρως Ar. a. a. Q.; Orph. H.; ἀλήϑεια ἀμφιϑαλής die vollkommene Wahrheit Plat. Ax. 370 d, κακοῖς ἀμφιϑαλής von Uebeln umgeben Aesch. Ag. 1115.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κυμοθαλής — Κυμοθαλής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (επίθ. τού Ποσειδώνος) ο πλούσιος σε κύματα, αυτός που έχει αφθονία κυμάτων, που χαίρει για τα πολλά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αει θαλής, αμφι θαλής] …   Dictionary of Greek

  • ευθαλής — (I) ές (ΑΜ εὐθαλής, ές) αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῑς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ. β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθαλής — ές (Α ἀμφιθαλής) [θάλος] νεοελλ. αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς «αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. ετεροθαλής) αρχ. 1. κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”