ἴφιος

ἴφιος

ἴφιος (ἶφι), stark, kräftig; bei Hom. ἴφια μῆλα, die starken, wohlgenährten Schaafe; wunderlich Hesych. ἀπὸ τοῦ ἰέναι σφοδρῶς ἢ σκιρτᾶν, E. M. ἰσχυροποιὰ τῶν ἐσϑιόντων, Suid. ἰσχυρῶς βαδίζοντα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίφιος — ἴφιος, ία, ον (Α) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἴφιον ίφι (II)* 2. φρ. «ἴφια μῆλα» ευτραφή πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἴφιον (τὸ) είναι παράλληλος τής λ. ἶφι (II) «μέτρο χωρητικότητας». Το ἴφιος, με τη δεύτερη σημ. < ἶφι «ισχυρά»] …   Dictionary of Greek

  • ἴφιος — fat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴφιος — Ἴφις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ίφις ή Ίφιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους. Ήταν γιος του Αλέκτορα, πατέρας της συζύγου του Αμφιάραου, Εριφύλης, και της Κλυμένης. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Σθένελος. 2. Αργοναύτης, γιος του Σθένελου, αδελφός του Ευρυσθέα. Συναντάται και …   Dictionary of Greek

  • ἰφίων — ἴφιος fat fem gen pl ἴφιος fat masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴφιον — ἴφιος fat masc acc sg ἴφιος fat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰφίη — ἴφιος fat fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴφια — ἴφιος fat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίφικλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Βλ. λ. Ίφις ή Ίφιος. * * * ἴφικλος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «δυσχερής» 2. (ως κύρ. όν. στον Όμ.) Ἴφικλος γιος τού Φύλακος, αδελφός τού Πρωτεσιλάου …   Dictionary of Greek

  • Εριφύλη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ταλαού ή του Ίφιος, αδελφή του βασιλιά του Άργους Αδράστου και σύζυγος του Αμφιαράου. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, όπως τη μετέδωσε ο Πίνδαρος, η Ε. πήρε από τον Άδραστο ως δώρο ένα χρυσό περιδέραιο για να… …   Dictionary of Greek

  • u̯ei-3, u̯eiǝ- : u̯ī- —     u̯ei 3, u̯eiǝ : u̯ī     English meaning: to reach towards smth., to pursue or wish smth.; to be strong     Deutsche Übersetzung: 1. “auf etwas losgehen”, einerseits “gehen, gerade Richtung nehmen; Weg, Reihe”, andererseits “worauf losgehen,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”