- ἴπνιος
ἴπνιος, zum Ofen gehörig, nach Hesych. = τὰ καϑάρματα τοῦ ἰπνοῦ. – Callim. frg. 216 bei Schol. Ar. Vesp. 832 λύματα, = κόπρος τῶν ζῴων, f. ἰπνός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴπνιος, zum Ofen gehörig, nach Hesych. = τὰ καϑάρματα τοῦ ἰπνοῦ. – Callim. frg. 216 bei Schol. Ar. Vesp. 832 λύματα, = κόπρος τῶν ζῴων, f. ἰπνός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίπνιος — ἴπνιος, ία, ον (Α) [ιπνός] 1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν*, στον κλίβανο, στον φούρνο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα … Dictionary of Greek
ἰπνίου — ἴπνιος of an oven masc/neut gen sg ἰπνίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνίῳ — ἴπνιος of an oven masc/neut dat sg ἰπνίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek
ἴπνια — of an oven neut nom/voc/acc pl ἴπνιος of an oven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)