ὴπεροπευτής

ὴπεροπευτής

ὴπεροπευτής, , = ἠπεροπεύς, Il. 3, 39. 13, 769 u. sp. D., wie Mosch. 1, 10; Han. 2, 305.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηπεροπευτής — ἠπεροπευτής, ό (Α) αυτός που πλανεύει, που ξεμυαλίζει τις γυναίκες και τίς καταφέρνει να συνάψουν μαζί του ερωτικό δεσμό («γυναιμανές, ἠπεροπευτά» Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπεροπεύω. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στην κλητική ηπεροπευτά] …   Dictionary of Greek

  • ἠπεροπευτής — a cheat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεροπευταί — ἠπεροπευτής a cheat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεροπευτά — ἠπεροπευτά̱ , ἠπεροπευτής a cheat masc nom/voc/acc dual ἠπεροπευτής a cheat masc voc sg ἠπεροπευτής a cheat masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεροπευτάς — ἠπεροπευτά̱ς , ἠπεροπευτής a cheat masc acc pl ἠπεροπευτά̱ς , ἠπεροπευτής a cheat masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπεροπεύς — ἠπεροπεύς, ( έως), επικ. γεν. ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α) ηπεροπευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο *ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”