- ὶλάσιμος
ὶλάσιμος, versöhnend, besänftigend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὶλάσιμος, versöhnend, besänftigend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιλάσιμος — ἱλάσιμος, ον (Α) [ιλάσκομαι] εξιλεωτικός … Dictionary of Greek
ἱλάσιμος — placable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλασίμοις — ἱλάσιμος placable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… … Dictionary of Greek