- ἶκέτευσις
ἶκέτευσις, ἡ, = ἱκεσία, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἶκέτευσις, ἡ, = ἱκεσία, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ικέτευσις — ἱκέτευσις, ἡ (Α) η ικεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκετεύω άλλος τ. αντί τού ἱκεσία] … Dictionary of Greek
ἱκέτευσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετεύσει — ἱκέτευσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἱκετεύσεϊ , ἱκέτευσις fem dat sg (epic) ἱκέτευσις fem dat sg (attic ionic) ἱκετεύω approach as a suppliant aor subj act 3rd sg (epic) ἱκετεύω approach as a suppliant fut ind mid 2nd sg ἱκετεύω approach… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετεύσεις — ἱκέτευσις fem nom/voc pl (attic epic) ἱκέτευσις fem nom/acc pl (attic) ἱκετεύω approach as a suppliant aor subj act 2nd sg (epic) ἱκετεύω approach as a suppliant fut ind act 2nd sg ἱ̱κετεύσεις , ἱκετεύω approach as a suppliant futperf ind act 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικετεύσιμος — ἱκετεύσιμος, ον (Α) [ικέτευσις] ικετήριος* … Dictionary of Greek
ἱκετεύσῃ — ἱκετεύσηι , ἱκέτευσις fem dat sg (epic) ἱκετεύω approach as a suppliant aor subj mid 2nd sg ἱκετεύω approach as a suppliant aor subj act 3rd sg ἱκετεύω approach as a suppliant fut ind mid 2nd sg ἱ̱κετεύσῃ , ἱκετεύω approach as a suppliant futperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκέτευσ' — ἱκέτευσι , ἱκέτευσις fem voc sg ἱ̱κέτευσα , ἱκετεύω approach as a suppliant aor ind act 1st sg ἱ̱κέτευσο , ἱκετεύω approach as a suppliant plup ind mp 2nd sg ἱ̱κέτευσο , ἱκετεύω approach as a suppliant perf imperat mp 2nd sg ἱ̱κέτευσο , ἱκετεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)