ἱκέσιος — of masc nom sg ἱκέσιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱκέσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… … Dictionary of Greek
Λάτρης, Ικέσιος — (1799 – 1881). Αγωνιστής του 1821 και δημοσιογράφος. Αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά η καταγωγή του ήταν κρητική. Υπήρξε μαθητής του Κ. Κούμα και του Οικονόμου. Όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα και… … Dictionary of Greek
ἱκέσιον — ἱκέσιος of masc acc sg ἱκέσιος of neut nom/voc/acc sg ἱκέσιος of masc/fem acc sg ἱκέσιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσίων — ἱκέσιος of fem gen pl ἱκέσιος of masc/neut gen pl ἱκέσιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσίοιο — ἱκέσιος of masc/neut gen sg (epic) ἱκέσιος of masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσίοις — ἱκέσιος of masc/neut dat pl ἱκέσιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσίοισι — ἱκέσιος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἱκέσιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσίου — ἱκέσιος of masc/neut gen sg ἱκέσιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσίους — ἱκέσιος of masc acc pl ἱκέσιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)