ἶκέσιος

ἶκέσιος

ἶκέσιος, auch 2 Endg., den Schutzflehenden betreffend, flehend; ἴδετε παρϑένων ἱκέσιον λόχον Aesch. Spt. 106; ἱκέσιός σε λίσσομαι Soph. Ant. 1215; ἱκεσίους πέμπων λιτάς Phil. 493; Eur. ἱκεσίοις σὺν κλάδοις Suppl. 102; χεῖρας ἱκεσίους Or. 1414; ἱκεσία γίγνομαι, = ἱκέτις, Med. 708; App. B. C. 3, 74; – Ζεὺς ἱκέσιος, als Schutzgott der Flehenden, Aesch. Suppl. 611 Soph. Phil. 482 Eur. Hec. 345; Ap. Rh. 2, 215 [wo ι lang ist, wie in der Anth.]; so πρὸς Ἱκεσίου Luc. Pisc. 3; Paus.;Θέμις, Aesch. Suppl. 360; ϑεοί, Eur. Suppl. 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἱκέσιος — of masc nom sg ἱκέσιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱκέσιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… …   Dictionary of Greek

  • Λάτρης, Ικέσιος — (1799 – 1881). Αγωνιστής του 1821 και δημοσιογράφος. Αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά η καταγωγή του ήταν κρητική. Υπήρξε μαθητής του Κ. Κούμα και του Οικονόμου. Όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα και… …   Dictionary of Greek

  • ἱκέσιον — ἱκέσιος of masc acc sg ἱκέσιος of neut nom/voc/acc sg ἱκέσιος of masc/fem acc sg ἱκέσιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίων — ἱκέσιος of fem gen pl ἱκέσιος of masc/neut gen pl ἱκέσιος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίοιο — ἱκέσιος of masc/neut gen sg (epic) ἱκέσιος of masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίοις — ἱκέσιος of masc/neut dat pl ἱκέσιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίοισι — ἱκέσιος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἱκέσιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίου — ἱκέσιος of masc/neut gen sg ἱκέσιος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκεσίους — ἱκέσιος of masc acc pl ἱκέσιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”