ἵππειος

ἵππειος

ἵππειος, vom Pferde, zum Pferde gehörig; ζυγόν Il. 5, 799; φάτνη 10, 568; κάπαι Od. 4, 40; λόφος, der Helmbusch von Roßhaaren, Il. 15, 537; δίφρος, Wagen mit Rossen bespannt, Hes. Sc. 321, wie Eur. I. T. 214; ἔντεα Pind. N. 9, 22; γενύων ἱππείων χαλινοί Aesch. Spt. 115; ἱππείῳ γένει Soph. Ant. 341. Vgl. ἵππιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἵππειος — of a horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… …   Dictionary of Greek

  • ιππόβοσκος ο ίππειος — (Hippobosca equina). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ιπποβοσκιδών. Έχει σκληρό και πλατύ σώμα με σακοειδή κοιλιά. Το χρώμα του είναι καστανό ή υπόξανθο και το μήκος του κυμαίνεται από 7 έως 9 χιλιοστά. Ζει προσκολλημένος ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • ἱππείων — ἵππειος of a horse fem gen pl ἵππειος of a horse masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείως — ἵππειος of a horse adverbial ἵππειος of a horse masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππειον — ἵππειος of a horse masc acc sg ἵππειος of a horse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππειᾶν — ἵππειος of a horse masc/fem gen pl (doric) ἱππεία riding fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείαις — ἵππειος of a horse fem dat pl ἱππεία riding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείαισι — ἵππειος of a horse fem dat pl (epic ionic aeolic) ἱππεία riding fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείαισιν — ἵππειος of a horse fem dat pl (epic ionic aeolic) ἱππεία riding fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείη — ἵππειος of a horse fem nom/voc sg (epic ionic) ἱππεία riding fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”