- ἵππευμα
ἵππευμα, τό, der Ritt; Eur. I. T. 1428 im plur.; aus Eur. ὦ νὺξ ἱερά, ὡς μακρὸν ἵππευμα διώκεις Ar. Th. 1066.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἵππευμα, τό, der Ritt; Eur. I. T. 1428 im plur.; aus Eur. ὦ νὺξ ἱερά, ὡς μακρὸν ἵππευμα διώκεις Ar. Th. 1066.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίππευμα — ἵππευμα, τὸ (Α) [ιππεύω] πορεία πάνω σε ίππο ή σε άρμα («ὡς ἐκ θαλάσσης ἔκ τε γῆς ἱππεύμασι λαβόντες αὐτούς», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ἵππευμα — ride on horseback neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππεύμασι — ἵππευμα ride on horseback neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππεύμασιν — ἵππευμα ride on horseback neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՁԻԱՎԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0156 Chronological Sequence: 6c, 8c, 12c գ. ἴππευσις, ἴππευμα, ἰππασία equitatio. Ձիավարելն. արհեստն ձիավարական. ընթացուցանելն զերիվար. հեծելութիւն. եւ Երթ ձիով կամ կառօք ʼի պատերազմ. *Ելեր ʼի ձիս քո, եւ ձիավարութիւն քո փրկութիւն է.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)