ἰό-στεπτος

ἰό-στεπτος

ἰό-στεπτος, veilchenumkränzt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στεπτός — ή, όν, Α [στέφω] αυτός που έχει στεφθεί, εστεμμένος …   Dictionary of Greek

  • στεπτοῖς — στεπτός crowned masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερόστεπτος — ἱερόστεπτος, ον (Α) αυτός που έχει πλεχτεί για ιερή χρήση («ἱεροστέπτοισι [αλλά και δ. γρφ. ἐριοστέπτοισι] κλάδοισιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στεπτος (< στεπτός < στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, πιτύ στεπτος] …   Dictionary of Greek

  • θεόστεπτος — θεόστεπτος, ον (AM, A ποιητ. τ. θειόστεπτος, ον) αυτός που στέφθηκε από θεό («τῶν θεοστέπτων αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, νεό στεπτος] …   Dictionary of Greek

  • ιόστεπτος — ἰόστεπτος, ον (Α) στεφανωμένος με ία, ιοστέφανος, ιοστεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, πιτύ στεπτος] …   Dictionary of Greek

  • χαριτόστεπτος — ον, Μ (για γυναίκα) χαριτοστόλιστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + στεπτός (< στέφω), πρβλ. ἐριό στεπτος, πιτύ στεπτος] …   Dictionary of Greek

  • πιτύστεπτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύστεπτος — ον, Μ πολυστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος] …   Dictionary of Greek

  • εριόστεπτος — ἐριόστεπτος, ον (Α) ο στεφανωμένος με μαλλί («ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + στεπτός (< στέφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”