- ἰϋκτής
ἰϋκτής, ὁ, der Schreier, Lärmer, auch der Pfeifer, Theocr. 8, 30, in der Form ἰυκτά.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰϋκτής, ὁ, der Schreier, Lärmer, auch der Pfeifer, Theocr. 8, 30, in der Form ἰυκτά.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιυκτής — ἰυκτής και ποιητ. τ. ἰυκτά, ὁ (Α) [ιύζω] 1. αυτός που φωνάζει ή κραυγάζει 2. αοιδός, ψάλτης, αυλητής … Dictionary of Greek
ἰυκτά — ἰ̱υκτά̱ , ἰυκτής one who shouts masc nom/voc/acc dual ἰ̱υκτά , ἰυκτής one who shouts masc voc sg ἰ̱υκτά , ἰυκτής one who shouts masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰυκτάς — ἰ̱υκτά̱ς , ἰυκτής one who shouts masc acc pl ἰ̱υκτά̱ς , ἰυκτής one who shouts masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιύζω — ἰύζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.) 2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.) 3. βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και… … Dictionary of Greek