- ἰχθυ-ώδης
ἰχθυ-ώδης, ες, fischartig, Arist. part. anim. 4, 13 u. Sp. – Adv., Arist. H. A. 4, 9. – Auch = ἰχϑυόεις, fischreich, λίμνη Her. 7, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυ-ώδης, ες, fischartig, Arist. part. anim. 4, 13 u. Sp. – Adv., Arist. H. A. 4, 9. – Auch = ἰχϑυόεις, fischreich, λίμνη Her. 7, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ιχθυώδης — ες (Α ἰχθυώδης, ες) 1. ιχθυοειδής* 2. γεμάτος ψάρια μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰχθυώδη ψάρια, ψαρικά αρχ. αυτός που έχει οσμή ή γεύση ψαριού. επίρρ... ἰχθυωδῶς (Α) με ιχθυώδη τρόπο, σαν ψάρι («τὸ μὲν γὰρ ἔμπροσθεν προσπέφυκεν ἰχθυωδῶς»,… … Dictionary of Greek