- ἰχθυο-πωλεῖον
ἰχθυο-πωλεῖον, τό, Fischmarkt, Hesych., Schol. Ar. Ran. 1100.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυο-πωλεῖον, τό, Fischmarkt, Hesych., Schol. Ar. Ran. 1100.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρασοπουλειό — το (Μ κρασοπωλεῑον) μαγαζί όπου πωλείται κρασί, οινοπωλείο ή ταβέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασοπωλεῖον < κρασί + πωλεῖον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πωλείον, κρεο πωλείον. Ο τ. κρασοπουλειό προήλθε με κώφωση του ω , καταβιβασμό τού τόνου και … Dictionary of Greek