- ἰχθυ-οπτίς
ἰχθυ-οπτίς, od. ἰχϑυ-οπτρίς, ίδος, ἐσχάρα, zum Fischkochen, -backen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυ-οπτίς, od. ἰχϑυ-οπτρίς, ίδος, ἐσχάρα, zum Fischkochen, -backen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυοπτίς — ἰχθυοπτίς ή ἰχθυοπτρίς, ίδος, η (Α) ως επίθ. η κατάλληλη για το ψήσιμο ψαριών («ἰχθυοπτίδες ἐσχάραι», Πολυδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + οπτις (θηλ. τού οπτης < ὀπτῶ «ψήνω»), πρβλ. γαστρ οπτίς Ο τ. ἰχθυοπτρίς αποτελεί διαφορετική γραφή τού τ.… … Dictionary of Greek