- ἰταμεύομαι
ἰταμεύομαι, ein ἰταμός sein, sich wie ein dreister, kecker Mensch betragen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰταμεύομαι, ein ἰταμός sein, sich wie ein dreister, kecker Mensch betragen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιταμεύομαι — ἰταμεύομαι (Α) [ιταμός] (αποθ.) φέρομαι με θράσος, με προκλητικότητα, με αναίδεια, φέρομαι αδιάντροπα … Dictionary of Greek
ἰταμευσάμενοι — ἰταμεύομαι to be aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμευόμενοι — ἰταμεύομαι to be pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμευόμενος — ἰταμεύομαι to be pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… … Dictionary of Greek