- ἰταμότης
ἰταμότης, ητος, ἡ, die Dreistigkeit, Keckheit; καὶ δριμύτης Plat. Polit. 311 a; Sp., wie Polem. 2, 8; Unverschämtheit, Pol. 12, 10, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰταμότης, ητος, ἡ, die Dreistigkeit, Keckheit; καὶ δριμύτης Plat. Polit. 311 a; Sp., wie Polem. 2, 8; Unverschämtheit, Pol. 12, 10, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰταμότης — initiative fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμότητα — ἰταμότης initiative fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμότητι — ἰταμότης initiative fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμότητος — ἰταμότης initiative fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιταμότητα — η (Α ἰταμότης) [ιταμός] προκλητικότητα, θρασύτητα, αναίδεια, αυθάδεια αρχ. τόλμη, θάρρος … Dictionary of Greek