- παντο-μῑσής
παντο-μῑσής, ές, allverhaßt; κνώδαλα, Aesch. Eum. 614; Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντο-μῑσής, ές, allverhaßt; κνώδαλα, Aesch. Eum. 614; Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεομισής — θεομισής, ές (Α) 1. ο μισητός στους θεούς («ὁ θεοφιλής ἄνθρωπος ὅσιος, τὸ δέ θεομισὲς καὶ ὁ θεομισής ἀνόσιος», Πλάτ.) 2. αυτός που μισεί τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μισής (< μίσος), πρβλ. παντο μισής, φανερο μισής] … Dictionary of Greek
παμμισής — παμμισής, ές (Α) γεμάτος μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μισής (< μίσος), πρβλ. παντο μισής] … Dictionary of Greek
πολυμισής — ές, Α αυτός που μισεί πολλά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μισής (< μίσος), πρβλ. παντο μισής] … Dictionary of Greek