- παντ-ολέτης
παντ-ολέτης, ὁ, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντ-ολέτης, ὁ, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντολέτης — ό, θηλ. παντολέτειρα, Α αυτός που καταστρέφει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ψυχ ολέτης] … Dictionary of Greek