ἰσθμαίνω, = ἀσϑμαίνω, ἀγωνιάω, πνευστιάω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισθμαίνω — ἰσθμαίνω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀσθμαίνω». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἀσθμαίνω* και ἰσθμός*] … Dictionary of Greek
ισμαίνω — ἰσμαίνω (Α) βλ. ἰσθμαίνω … Dictionary of Greek