- ἰσο-βαθής
ἰσο-βαθής, ές, gleich tief, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-βαθής, ές, gleich tief, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβαθής — ές, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλο βάθος («ἄβυσσον γὰρ τὸ πολυβαθές», χρησμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βαθής (< βάθος), πρβλ. ισο βαθής] … Dictionary of Greek
υψιβαθής — ές, Α πολύ βαθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βαθής (< βάθος), πρβλ. ισο βαθής] … Dictionary of Greek
ισοβαθής — ές (Α ἰσοβαθής, ές) αυτός που έχει ίσο βάθος με άλλον νεοελλ. φρ. «ἱσοβαθής γραμμή ή καμπύλη» σε θαλασσογραφικούς χάρτες η καμπύλη γραμμή που ενώνει τα σημεία στα οποία το βάθος είναι το ίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βαθής (< βάθος), πρβλ.… … Dictionary of Greek