ἰσο-κλινής

ἰσο-κλινής

ἰσο-κλινής, ές, von gleicher Neigung, gleichschwebend, Arist. mund. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκλινής — (I) ές, Α αυτός που πλαγιάζει μαζί με πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινής (< κλίνη)]. (II) ές, Α αυτός που έχει κλίση, τάση για πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο κλινής] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοκλινής — ὁμοιοκλινής, ές (Α) 1. αυτός που έχει όμοια κλίση 2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο κλινής] …   Dictionary of Greek

  • κατωκλινώς — κατωκλινῶς (Μ) επίρρ. με κλίση προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + κλινῶς (< κλινής < κλίνω), πρβλ. επι κλινώς, ισο κλινώς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”