ἰσ-ηγορία

ἰσ-ηγορία

ἰσ-ηγορία, , gleiche Freiheit, gleiche Berechtigung zu reden, bes. in Staats- u. Gerichtssachen zu sprechen u. mitzustimmen; Her. 5, 78; Xen. Ath. 1, 12; καὶ ἐλευϑερία Dem. 21, 124; gilt immer als Zeichen der vollendeten Demokratie; Pol. 2, 38, 6. 7, 10, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιληγορία — και ποιητ. τ. φιληγορίη, ἡ, Α το να μιλά κανείς φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος / ηγορία (< ἀγορά),… …   Dictionary of Greek

  • τοπηγορία — ἡ, Α συζήτηση για κοινό τόπο, για κοινοτοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία, με έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ., όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος και ηγορία, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ.… …   Dictionary of Greek

  • μυστηγορία — μυστηγορία, ἡ (Α) ομιλία μυστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ηγορία (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τὴς «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • συκηγορία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) ψευδής κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το ητού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης] …   Dictionary of Greek

  • υπηγορία — ἡ, ΜΑ 1. κατάλογος, κατάσταση 2. απαρίθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. κατ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”