ἰσο-κρατής

ἰσο-κρατής

ἰσο-κρατής, ές, gleich mächtig, stark, gleiches Recht habend mit Einem, Her. 4, 26 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • μεγακρατής — μεγακρατής, ές (Μ) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κρατής (< κράτος), πρβλ. ισο κρατής, ναυ κρατής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοκρατής — μεγαλοκρατής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ κρατής, ισο κρατής] …   Dictionary of Greek

  • παγκρατής — παγκρατής, ές (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού Διός, τής Ήρας, τού Απόλλωνος, τής Αθηνάς αλλά και για πρόσ. ή για τη μοίρα ή για πράγματα) παντοδύναμος, πανίσχυρος 2. φρ. «παγκρατεῑς ἕδραι» ο παντοδύναμος βασιλικός θρόνος τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * …   Dictionary of Greek

  • ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατία — μονοκρατία, ιων. τ. μοναρχίη, ἡ (Α) μοναρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρατία (< κρατής < κράτος), πρβλ. ισο κρατία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”