- ἰσο-κρατία
ἰσο-κρατία, ἡ, = ἰσοκράτεια; Her. 5, 92; Tim. Locr. 95 c, v. l. ἰσοκρατείας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-κρατία, ἡ, = ἰσοκράτεια; Her. 5, 92; Tim. Locr. 95 c, v. l. ἰσοκρατείας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονοκρατία — μονοκρατία, ιων. τ. μοναρχίη, ἡ (Α) μοναρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρατία (< κρατής < κράτος), πρβλ. ισο κρατία] … Dictionary of Greek