ἰσό-κωλος

ἰσό-κωλος

ἰσό-κωλος, von gleichen Gliedern od. Theilen, bes. in der Rede, von gleich langen Satzgliedern, Arist. top. 6, 11; Ath. V, 187 c; Rhett.; gleich lang, χορδαί Nicom. harm. p. 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακρόκωλος — μακρόκωλος, ον (AM) μσν. αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.) αρχ. 1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες 2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από… …   Dictionary of Greek

  • πλυνόκωλος — ώλου, ὁ, Α αυτός που έχει πλυμένα τα μέλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + κῶλον «μέλος» (πρβλ. ισό κωλος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύκωλος — ον, Α (για ποιητ. μέτρα και συντ. περιόδους) αυτός που αποτελείται από πολλά κώλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου» (πρβλ. ισό κωλος)] …   Dictionary of Greek

  • τετράκωλος — η, ο / τετράκωλος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα μέλη, τετραμελής 2. αυτός που αποτελείται από τέσσερα κώλα περιόδου 3. φρ. «τετράκωλος περίοδος» (αρχ. μετρ.) μετρική περίοδος που αποτελείται από τέσσερεις σύνθετους πόδες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”