- ἰσχῡρικός
ἰσχῡρικός, von der Art eines ἰσχυρός, stark; ἰσχυρικώτερος, nach den besseren mss. für ἰσχυρότερος, Plat. Theaet. 169 b; vgl. B. A. 100, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχῡρικός, von der Art eines ἰσχυρός, stark; ἰσχυρικώτερος, nach den besseren mss. für ἰσχυρότερος, Plat. Theaet. 169 b; vgl. B. A. 100, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχυρικός — ἰσχυρικός, ή, όν (Α) [ισχυρός] επίμονος, τραχύς … Dictionary of Greek
ἰσχυρικός — ἰ̱σχυρικός , ἰσχυρίζομαι make oneself strong perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek