- ἰσχῡριστικῶς
ἰσχῡριστικῶς ἔχω, = ἰσχυρίζομαι, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχῡριστικῶς ἔχω, = ἰσχυρίζομαι, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχυριστικός — ἰσχυριστικός, ή, όν (Α) [ισχυρίζομαι] ο ισχυρογνώμονας*. επίρρ... ἰσχυριστικῶς (Α) φρ. «ἰσχυριστικῶς ἔχω» ισχυρογνωμονώ* … Dictionary of Greek