ἰσχῡρός

ἰσχῡρός

ἰσχῡρός (ἰσχύς), stark, kräftig, mächtig; ἰσχυρὰ Διὸς ἄλοχος Aesch. Suppl. 298, vgl. Pers. 302; ἀνήρ Soph. Phil. 933; πόλις Eur. Suppl. 447; Ar. Ach. 566; νόμος Her. 7, 102; gewaltig, heftig, groß, σιτοδηΐη 1, 22, ἀναγκαία 74, τιμωρίαι 4, 205, ῥεύματα 8, 12; τὸ ἰσχυρόν, die Stärke, 1, 76. 136; κατὰ τὸ ἰσχυρόν, mit Waffengewalt, 9, 2; μάχη Plat. Charm. 153 b, der ἰσχυρότατοι den ἀσϑενέστατοι gegenübersetzt, Rep. IV, 432 a (wie Xen. Cyr. 7, 5, 65); ἰσχυρὸν καὶ δειλόν Phaedr. 273 b; ἰσχ. γέλως Rep. III, 388 e; φιλία Phaedr. 233 c; ἐπιϑυμίαι Rep. VIII, 560 b; διαβολή VI, 489 d; ἵμερος Legg. IX, 870 a; χειμών Xen. An. 5, 8, 14; χωρία, durch Natur od. Kunst feste Plätze, Xen. An. 4, 6, 11. 5, 2, 7; πρὸς τοῖς ἰσχυροῖς Hell. 4, 6, 9; ἰσχυρὰν Εὔβοιαν ἐφ' ὑμᾶς ἔργῳ παρασκευάζων Aesch. 3, 89; χϑών, hart, Aesch. Pers. 310. – Adv. sehr, gewaltig; ἔϑνος μέγα ἰσχυρῶς Her. 4, 183; διώρυχες βαϑεῖαι ἰσχ. Xen. An. 1, 7, 15; ἥδεσϑαι Cyr. 8, 3, 44; ὀργίζεσϑαι An. 1, 5, 11; φυλάττειν 6, 1, 11; ἐπιτίϑεσϑαι 4, 1, 16; κολάζειν 2, 6, 9. Bei Folgdnn oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …   Dictionary of Greek

  • ισχυρός — ή, ό επίρρ. ά 1. δυνατός: Ισχυρός στρατός. – Ισχυρή σεισμική δόνηση. – Ισχυρή θέληση. 2. έντονος, σφοδρός, μεγάλος: Ισχυρή φωνή. – Ισχυροί άνεμοι. – Ισχυρό ρεύμα. – Ισχυρό ψύχος. 3. αυτός που έχει επιβολή: Ισχυρός πολιτικός. – Ισχυρός παράγοντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχυρός — ἰσχῡρός , ἰσχυρός strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… …   Dictionary of Greek

  • Οδρύσες — Ισχυρός λαός της Θράκης που κατοικούσε στον πάνω Έβρο και κοντά στους ποταμούς Τόνζο και Εργινία. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Θουκυδίδη, τη χώρα τους διέσχιζε ο παραπόταμος του Έβρου Αρτισκός. Ήταν λαός πολεμικός και ως κύρια ασχολία του είχε την… …   Dictionary of Greek

  • ἰσχύρ' — ἰσχῡρά , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc pl ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc/acc dual ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰσχῡρέ , ἰσχυρός strong masc voc sg ἰσχῡραί , ἰσχυρός strong fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • ἰσχυρότατ' — ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong adverbial superl ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc superl pl ἰσχῡρότατε , ἰσχυρός strong masc voc superl sg ἰσχῡρόταται , ἰσχυρός strong fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”