- ἰσχῡρό-πους
ἰσχῡρό-πους, ποδος, starkfüßig, Schol. Od. 10, 218 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχῡρό-πους, ποδος, starkfüßig, Schol. Od. 10, 218 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υστερόπους — ουν, Α αυτός που έρχεται κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰσχυρό πους] … Dictionary of Greek
τένοντας — ο / τένων, οντος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ανατ. σχοινιοειδής ή ταινιοειδής ινώδης σχηματισμός ποικίλου μήκους και με υπόλευκο χρώμα, ο οποίος συνδέει τους μυς με τα οστά ή με άλλα ανατομικά στοιχεία 2. φρ. «αχίλλειος τένοντας» ανατ. ο καταφυτικός τένοντας … Dictionary of Greek