ἰσχνό-φωνος

ἰσχνό-φωνος

ἰσχνό-φωνος, mit dünner, seiner Stimme, seinklingend; Plut. Symp. 8, 3, 2; Medic.; – im Sprechen anstoßend, stotternd, stammelnd, ἰσχν. καὶ τραυλός Her. 4, 155; Hippocr. u. Sp.; vgl. B. A. 100, 22 u. Arist. probl. 11, 35, wo es erkl. wird ὅτι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν, daher auch (z. B. von Bekk. bei Her.) ἰσχόφωνος geschrieben wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισχυρόφωνος — ἰσχυρόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, ισχνό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • ισχόφωνος — ἰσχόφωνος, ον (Α) ισχνόφωνος, τραυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, ισχνό φωνος στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως άλλος τ. τού επιθ. ἰσχνόφωνος*, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνος — η, ο (Α μικρόφωνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφωνο τεχνολ. συσκευή που μετατρέπει την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο τών σύγχρονων συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”