ἰσχνότης — thinness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοτήτων — ἰσχνότης thinness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνότησι — ἰσχνότης thinness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνότητα — ἰσχνότης thinness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνότητας — ἰσχνότης thinness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνότητες — ἰσχνότης thinness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνότητι — ἰσχνότης thinness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνότητος — ἰσχνότης thinness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνότητα — η (ΑΜ ἰσχνότης) [ισχνός] αδυναμία, λιποσαρκία νεοελλ. 1. πενιχρότητα, ανεπάρκεια, ένδεια 2. μετριότητα, ασημαντότητα μσν. αρχ. 1. (για ύφος) απλότητα, λεπτότητα 2. χαμηλή ένταση φωνής, αδύνατη φωνή … Dictionary of Greek
συστολή — η, ΝΜΑ [συστέλλω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση 2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου τού σώματος, όπως λ.χ. τής καρδιάς ή τής μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ … Dictionary of Greek
σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… … Dictionary of Greek