ἱστών

ἱστών

ἱστών, ῶνος, ὁ, Ort, wo gewebt wird, Phryn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἱστών — weaving shed masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστῶν — ἱστάω pres part act masc voc sg (ionic) ἱστάω pres part act neut nom/voc/acc sg (ionic) ἱστάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἱστός anything set upright masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴστων — οἶδα see perf imperat act 3rd dual οἶδα see perf imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵστων — ἵ̱στων , ἱστάω imperf ind act 3rd pl (ionic) ἵ̱στων , ἱστάω imperf ind act 1st sg (ionic) ἱστάω imperf ind act 3rd pl (ionic) ἱστάω imperf ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστῶνα — ἱστών weaving shed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστῶνος — ἱστών weaving shed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”