ἱστίον

ἱστίον

ἱστίον, τό (eigtl. dim. von ἱστός), das Gewebe, Sp.; bei Hom. immer die Segel, gew. im plur., ἀνὰ δ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν Il. 1, 480, aufziehen, vgl. ἐντίϑεσϑαι, ἀνερύειν; auch ἕλκειν, Od. 2, 426; ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il. 1, 481; ἱστία μὲν στείλαντο ib. 433, einziehen; τέταϑ' ἱστία, die Segel waren angespannt, Od. 11, 11; so auch Pind., ἀνὰ ἱστία τεῖναι N. 5, 51; οὖρος ὑπέστειλε ἱστία I. 2, 40; ἀνεμόεν ἱστίον P. 1, 92; ὥςπερ ἱστίοις ἐμπνεύσομαι τῇδε Eur. Andr. 555; κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε Hel. 1475; ἱστίοις ἄκροις χρῆσϑαι Ar. Ran. 998; ἱστίῳ πλήρει πλεῖν Poll. 1, 106; selten in Prosa, ἱστίῳ καταπετάσας πολλοὺς ἀνϑρώπους Plat. Parm. 131 b; Plut. Thes. 17 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἱστίον — web neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστίοις — ἱστίον web neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστίοισι — ἱστίον web neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστίου — ἱστίον web neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστίῳ — ἱστίον web neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • πλησίστιος — ια, ιο / πλησίστιος, ιον, ΝΑ 1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά 2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԱԳԱՍՏ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 0281 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. ἰστίον, ἑπίσπαστρον, κάλυμμα , καταπέτασμα velum, velamen, tegumentum, oprimentum, aulaeum (լծ. առիգած. զգած. ագած. արմատն ամենեցուն է… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • Гистиология растений — или, менее правильно, гистология (ίστίον ткань, λόγος слово). Учение о тканях растений. Под этим именем нередко подразумевают вообще учение о внутреннем строении растений, называемое также их анатомией, или фитотомией. Сюда относится морфология… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”