- ἱστο-πόνος
ἱστο-πόνος, am Webstuhle arbeitend, webend, Ep. ad. 116 (VI, 48); von der Pallas, Philp. 18 (VI, 247); Φιλομήλη Nonn. D. 12, 76; κερκίδες Philp. 85 (IX, 778).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱστο-πόνος, am Webstuhle arbeitend, webend, Ep. ad. 116 (VI, 48); von der Pallas, Philp. 18 (VI, 247); Φιλομήλη Nonn. D. 12, 76; κερκίδες Philp. 85 (IX, 778).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολοσσοπόνος — κολοσσοπόνος, ὁ (Α) κολοσσοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + πονος (< πόνος «μόχθος, κόπος»), πρβλ. γεω πόνος, ιστο πόνος] … Dictionary of Greek
ιστοπόνος — ἱστοπόνος, ον (Α) αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο ιστουργός, ο υφαντής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + πόνος (< πόνος), πρβλ. αρουρο πόνος, δαιφο πόνος] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek