- ἱστεών
ἱστεών, ῶνος, ὁ, = ἱστών, von Phryn. verworfen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱστεών, ῶνος, ὁ, = ἱστών, von Phryn. verworfen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιστεών — ἱστεών, ὁ (Α) [ιστός] εριουργείο … Dictionary of Greek
ἱστεών — weaving shed masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστεῶνα — ἱστεών weaving shed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστείον — ἱοτεΐον, τὸ (Α) [ιστός] ιστεών* … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek