- ἱππ-ήλατος
ἱππ-ήλατος, = ἱππηλάσιος, z. B. νῆσος, worauf man fahren od. reiten kann, Od. 4, 607. 13, 242; Sp., ὁδός, Fahrweg, Luc. praec. rhet. 3. – Aber ἔργον ἱππ. nennt Tryph. 2 das trojanische Pferd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππ-ήλατος, = ἱππηλάσιος, z. B. νῆσος, worauf man fahren od. reiten kann, Od. 4, 607. 13, 242; Sp., ὁδός, Fahrweg, Luc. praec. rhet. 3. – Aber ἔργον ἱππ. nennt Tryph. 2 das trojanische Pferd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κωπήλατος — η, ο (Α κωπήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος») αρχ. αυτός που μοιάζει με κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ρινήλατος — ον, ΜΑ αυτός που ανιχνεύεται με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, κωπ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ευήλατος — η, ο (Α εὐήλατος, ον) (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά αρχ. 1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά… … Dictionary of Greek
οιστρήλατος — η, ο (Α οἰστρήλατος, ον) (για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από τσίμπημα οίστρου και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας νεοελλ. μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος. Το η τού τ.… … Dictionary of Greek
ονήλατος — ὀνήλατος, ον (Α) 1. αυτός που σύρεται από όνους 2. φρ. «κλείνη ὀνήλατος» πιθ. σαμάρι όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
τροχήλατος — η, ο / τροχήλατος, ον, ΝΑ αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», Αισχύλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τροχήλατο α) παλαιότερος τύπος ατμοπλοίου που δεν τό κινούσαν έλικες, όπως τα… … Dictionary of Greek
ιππήλατος — η, ο (Α ἱππήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία») αρχ. 1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.) 2. εύκολος, ευχερής 3. εύκολα προσιτός… … Dictionary of Greek
λεηλατώ — (AM λεηλατῶ, έω) 1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ 2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα») 3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «λεηλατοῡμαι τῇ γαστρί» είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.… … Dictionary of Greek