ἱππίδιον

ἱππίδιον

ἱππίδιον, τό, dim. zu ἵππος, B. A. 43; – ein Fisch, Epicharm. bei Ath. VII, 304 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἱππίδιον — a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππίδιον — το (Α ἱππίδιον) νεοελλ. 1. (υποκορ. τού ίππος) μικρός ίππος, ιππάριο, αλογάκι 2. αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σφαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • ἱππίδια — ἱππίδιον a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”