ἱππο-βάμων

ἱππο-βάμων

ἱππο-βάμων, ονος, 11 zu Roß einherziehend, στρατός Aesch. Prom. 807; von den Centauren, Soph. Tr. 1085; auch ἱπποβάμοσι καμήλοις, die wie die Pferde gehen, traben, Aesch. Suppl. 281. – 2) übertr., hochtrabend, ῥήματα Ar. Ran. 821.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολοσσοβάμων — κολοσσοβάμων, ον (Α) αυτός που στέκεται πατώντας με ανοιχτά πόδια σαν κολοσσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • λεοντοβάμων — λεοντοβάμων, ον (Α) αυτός που στηρίζεται σε βάση η οποία έχει σχήμα λιονταριού ή ποδιών λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • μακροβάμων — μακροβάμων, ον (Α) αυτός που περπατά με μακρά, με μεγάλα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοβάμων — ξυλοβάμων, ονος, ό, ἡ (Μ) αυτός που φορά ψηλά ξύλινα υποδήματα, που βαδίζει με μακριά ξύλινα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”