- ἱππο-μάχος
ἱππο-μάχος, zu Pferde kämpfend; Simonid. 43 (VI, 2); Luc. Macrob. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-μάχος, zu Pferde kämpfend; Simonid. 43 (VI, 2); Luc. Macrob. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύμαχος — εὔμαχος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέ μαχος, ιππό μαχος κ.ά.] … Dictionary of Greek
θαλασσομάχος — ο (AM θαλασσομάχος, ον) αυτός που πολέμησε ή πολεμά στη θάλασσα, ο ναυμάχος νεοελλ. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσομάχος ξύλινο δοράτιο που εξείχε κάτω από τον πρόβολο τών παλαιών ιστιοφόρων και στερεωνόταν σ αυτόν με σχοινιά νεοελλ. μσν. (για… … Dictionary of Greek
ιππομάχος — (3ος αι. π.Χ.). Πολιτικός της Μιλήτου. Όταν γύρισε με τη βοήθεια των Σελευκιδών από την εξορία, όπου τον είχε στείλει ο τύραννος της Μιλήτου, Τίμαρχος, ο Ι. έδιωξε τον τελευταίο. Στη συνέχεια ο Ι. κατέλαβε σημαντική θέση, επειδή τον τίμησαν ως… … Dictionary of Greek
λεοντομάχος — λεοντομάχος, ον (Α) αυτός που μάχεται με λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θεο μάχος, ιππο μάχος] … Dictionary of Greek
πωλομάχος — ον, Α αυτός που μάχεται πάνω σε πώλο ή σε άλογο ή σε άρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ίππο μάχος] … Dictionary of Greek
καθιππομαχώ — καθιππομαχῶ, έω (Α) καθιπποκρατώ*, νικώ σε μάχη με έφιππη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱππο μαχῶ (< ἱππο μάχος] … Dictionary of Greek
καταπλουτομαχώ — καταπλουτομαχῶ, έω (Α) κατανικώ κάποιον με τον πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλοῦτος + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. αρματο μαχώ, ιππο μαχώ] … Dictionary of Greek
καυλομαχώ — έω 1. βρίσκομαι σε οργασμό 2. παροιμ. «άλλοι ψυχομαχούν και άλλοι καυλομαχούν» για την αντίθεση τής ψυχικής ιδίως κατάστασης στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «πέος» ή καυλί + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχώ, ναυ μαχώ] … Dictionary of Greek
κενταυρομαχία — η (Α κενταυρομαχία) μάχη με τους κενταύρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + μαχία (< μαχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχία, ταυρο μαχία] … Dictionary of Greek
κοκορομαχία — η 1. αγώνας ανάμεσα σε δύο πετεινούς, ο οποίος, σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα 2. μτφ. αγώνας ή ανταγωνισμός δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, συνήθως, κάνουν επίδειξη παλικαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + μαχία (< μάχος <… … Dictionary of Greek
κοντομαχώ — (Μ) αντιδρώ, «χτυπιέμαι» δεμένος σε ξύλινη ράβδο, σε κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχώ, ναυ μαχώ] … Dictionary of Greek