- ἱππο-διώκτης
ἱππο-διώκτης, ὁ, Rossetreiber, wie ἱππηλάτης, Theocr. 14, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-διώκτης, ὁ, Rossetreiber, wie ἱππηλάτης, Theocr. 14, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλοποδιώκτης — κολλοποδιώκτης, ὁ (Α) αυτός που αρέσκεται να έρχεται σε επαφή με κιναίδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, οπος «κίναιδος» + διώκτης (< διώκτης < διώκω), πρβλ. ιππο διώκτης, κνισο διώκτης] … Dictionary of Greek
κνισοδιώκτης — κνισοδιώκτης, ὁ (Α) (κωμική ονομασία μύγας) αυτός που επιζητεί το λίπος (Βατραχομ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + διώκτης (πρβλ. ιππο διώκτης, ληστο διώκτης)] … Dictionary of Greek