- ἱππο-μιγής
ἱππο-μιγής, ές, roßgemischt, halb Roß, halb Mensch, Ael. V. H. 9, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-μιγής, ές, roßgemischt, halb Roß, halb Mensch, Ael. V. H. 9, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντομιγής — λεοντομιγής, ές (Α) (για ζώο) αυτός που προήλθε από τη μίξη λιονταριού με άλλο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + μιγής (< θ. μιγ , πρβλ. ἐ μίγ ην, παθ. αόρ. β τού μείγνυμι), πρβλ. θαλασσο μιγής, ιππο μιγης] … Dictionary of Greek