- ἱππ-ηγός
ἱππ-ηγός, = ἱππαγωγός, Pol. 1, 26, 14; D. Sic. 20, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππ-ηγός, = ἱππαγωγός, Pol. 1, 26, 14; D. Sic. 20, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππηγός — ἱππηγός, όν (Α) (για πλοία) αυτός που μεταφέρει ίππους, ο ιππαγωγός (« ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ηγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. αρχ ηγός, στρατ ηγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek