- ἱππο-κόρυθος
ἱππο-κόρυθος, ὁ, = Folgdm, Porphyr. qu. Hom. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-κόρυθος, ὁ, = Folgdm, Porphyr. qu. Hom. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκόρυθος — εὐκόρυθος, ον (Α) αυτός που φέρει ωραία περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόρυθος (< κόρυς, θος), πρβλ. ιππο κόρυθος, τρι κόρυθος] … Dictionary of Greek