- ἱππ-ακοντιστής
ἱππ-ακοντιστής, ὁ, Lanzenritter, Poll. 1, 131, Arr. Tact.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππ-ακοντιστής, ὁ, Lanzenritter, Poll. 1, 131, Arr. Tact.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππακοντιστής — ἱππακοντιστής, ὁ (Α) ιππέας ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀκοντιστής (< ἀκοντίζω)] … Dictionary of Greek