ἱππ-αγωγός

ἱππ-αγωγός

ἱππ-αγωγός, Pferde führend, bes. von Schiffen, die zum Transport der Pferde bestimmt sind, Her. 6, 48. 95 Thuc. 2, 56. 4, 42 Dem. Phil. 1, 16 u. A. Substant. αἱ ἱππ., Ar. Equ. 599; Luc. nav. 32.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυφαγωγός — κυφαγωγός, όν (Α) φρ. «κυφαγωγὸς ἵππος» ίππος που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιππ αγωγός, χαλιν αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • ιππαγωγός — ό (ΑΜ ἱππαγωγός, όν) αυτός που μεταφέρει ίππους («ἱππαγωγὰ πλοῑα», Ηρόδ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱππαγωγός αυτός που φρόντιζε τους ίππους αρχ. 1. ως κύριο όν. Ἱππαγωγὸς ονομασία πλοίου 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπππαγωγός (ενν. ναῡς ή τριήρης) το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”