- ἱππό-θοος
ἱππό-θοος, rosseschnell, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππό-θοος, rosseschnell, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωκύθοος — όα, ον, Α 1. ὠκύδρομος* 2. το ουδ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) «ὠκύθοον πόα τις ἡ τρίφυλλος καλούμενη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + θοος (< θοός «ταχύς» < θέω «τρέχω»), πρβλ. ἱππό θοος] … Dictionary of Greek