- ἱππό-πορνος
ἱππό-πορνος, ὁ, gewaltiger Hurer, Hurenhengst, VLL.; auch fem., Alciphr. 3, 33; Ath. XIII, 565 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππό-πορνος, ὁ, gewaltiger Hurer, Hurenhengst, VLL.; auch fem., Alciphr. 3, 33; Ath. XIII, 565 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππολάπαθον — ἱππολάπαθον, τὸ (Α) είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λάπαθον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππό πορνος] … Dictionary of Greek
ιππόκρημνος — ἱππόκρημνος, ον (Α) 1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος 2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρημνός. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά… … Dictionary of Greek