ὗμα

ὗμα

ὗμα, ατος, τό, das Beregnete, Benetzte, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ύμα — ὕματος, τὸ, Α [ὕω] καθετί το βρεγμένο …   Dictionary of Greek

  • ὑμά — ὑ̱μά , ὑμός your neut nom/voc/acc pl (epic doric) ὑ̱μά̱ , ὑμός your fem nom/voc/acc dual (epic doric) ὑ̱μά̱ , ὑμός your fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράρ(ρ)υμα — ατος, το, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων… …   Dictionary of Greek

  • ὕμ' — ὕμα , ὗμα neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕματα — ὗμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕμ' — ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐμέ , ἐμός mine masc voc sg ἐμαί , ἐμός mine fem nom/voc pl ὕμα , ὗμα neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • квит — I I. в расчете , отквитать(ся). Вероятно, из нем. quitt или ср. нж. нем. quît от ст. франц. quite, лат. quiētus спокойный (Клюге Гётце 463). Стар. русск. квит расписка , начиная с Петра I (см. Смирнов 140), вероятно, через польск. kwit – то же …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ομή — ὁμῆ και ὁμῇ και αιολ. τ. ὕμοι και δωρ. τ. ὁμᾷ και ὄμα και αιολ. τ. ὔμα (Α) [ομός] επίρρ. ομού, μαζί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”