- ὗσμα
ὗσμα, τό, der Regen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὗσμα, τό, der Regen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕσμα — rain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύσμα — ὕσματος, τὸ, Α [ὕω] βροχή … Dictionary of Greek
ὑσμάτων — ὕσμα rain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕσματα — ὕσμα rain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)